- ιδραδένωμα
- ή ιδρωταδένωμα, τομικρός επιθηλιακός όγκος που αναπτύσσεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hidradenome < hidr- (πρβλ. ιδρ(ο)< ιδρώς, -ώτος) + adenome (πρβλ. αδένωμα)].
Dictionary of Greek. 2013.